ΜΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΗ …
Ο παππούλης, μας κοίταξε παράξενα όταν τον ρωτήσαμε πού είναι το μοναστήρι των Ταξιαρχών… Γι αυτόν η ξύλινη πινακίδα, πέντε μέτρα πιο κάτω, έγραφε κάτι, για μας όμως ήταν ένα κομμάτι ξύλο που είχε μαυρίσει από το χρόνο.
Ανηφορήσαμε το στενό δρόμο, με το crossάκι να προσπαθεί να αποφύγει κλαδιά και πέτρες. Στο ξέφωτο μια εκκλησία με έντονα τα σημάδια της εγκατάλειψης … εκτός από τα μεγάλα, βαμμένα μπλε, πιθάρια που χρησίμευαν σαν γλάστρες.
Ο ήχος του νερού που πέφτει με δύναμη πάνω σε βράχο, ήταν το πρώτο που μας κίνησε την προσοχή. Κάτω από το φαράγγι, ο υπόκωφος θόρυβος του καταρράκτη έφτανε με αντίλαλο μέχρι τα αυτιά μας και μας έκανε να κρεμαστούμε, κυριολεκτικά, στο κενό προσπαθώντας να πάρουμε μια καλή φωτογραφία.
Τα άλλα δύο μέλη της παρέας αποφάσισαν να βγάλουν το σύρμα από την πόρτα και να δουν το εσωτερικό του ναού. Εγώ προχώρησα στο πίσω μέρος. Μου φάνηκε πως άκουσα φωνές, από το φαράγγι προφανώς αλλά η περιέργεια με οδήγησε να κατέβω τα βραχάκια και να βρω ένα μονοπάτι κρυμμένο ανάμεσα σε πέτρες, ρίζες και χόρτα. Από αριστερά γκρεμός, από δεξιά κατακόρυφος βράχος που απειλούσε να πέσει στο κεφάλι μου. Με άγνοια κινδύνου έφτασα, μετά από ένα δεκάλεπτο, σ’ ένα κτίσμα, σχεδόν ερείπιο, με μια καμπάνα κι ένα ξύλινο σταυρό. Στην μια πλευρά του ένα μισογκρεμισμένο τοιχίο κι ένα μπαλκονάκι κρεμόταν πάνω από το φαράγγι με θέα το βράχο όπου γλιστρούσε το νερό πριν πέσει από μεγάλο ύψος.
Στην άκρη μια φιγούρα, ένας παππούλης με γκρι ράσο, έμοιαζε να κοιτά το κενό και να προσεύχεται μεγαλόφωνα. Πλησίασα, περίμενα να τελειώσει και χαιρέτισα. Με χαιρέτισε κι αυτός χωρίς να γυρίσει το κεφάλι. Η φωνή του μου φάνηκε τόσο οικεία, ζεστή, ήρεμη.
«Ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε εδώ;»
«Ήρθα με την παρέα μου να δούμε τον καταρράκτη…»
«Να ξανάρθετε την Άνοιξη που θα έχει μπόλικο νερό… να πάρετε το μονοπάτι και να πάτε κάτω στη λιμνούλα… θα μπορέσετε να κάνετε και μπάνιο… Αλλά δε μου απάντησες, εσύ γιατί ήρθες εδώ;»
«Άκουσα μια φωνή και σκέφτηκα να κατέβω το βράχο. Ελπίζω να μην ενοχλώ. Μήπως χρειάζεσαι κάτι, θα ήταν χαρά μου αν μπορούσα να βοηθήσω.»
Σήκωσε το χέρι του και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Φτάνοντας δίπλα του, παρατήρησα την κοντή, κάτασπρη, απεριποίητη γενειάδα του και μια ουλή στο αριστερό του μάγουλο. Οσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να διακρίνω τα μάτια του…
Ο παππούλης, μας κοίταξε παράξενα όταν τον ρωτήσαμε πού είναι το μοναστήρι των Ταξιαρχών… Γι αυτόν η ξύλινη πινακίδα, πέντε μέτρα πιο κάτω, έγραφε κάτι, για μας όμως ήταν ένα κομμάτι ξύλο που είχε μαυρίσει από το χρόνο.
Ανηφορήσαμε το στενό δρόμο, με το crossάκι να προσπαθεί να αποφύγει κλαδιά και πέτρες. Στο ξέφωτο μια εκκλησία με έντονα τα σημάδια της εγκατάλειψης … εκτός από τα μεγάλα, βαμμένα μπλε, πιθάρια που χρησίμευαν σαν γλάστρες.
Ο ήχος του νερού που πέφτει με δύναμη πάνω σε βράχο, ήταν το πρώτο που μας κίνησε την προσοχή. Κάτω από το φαράγγι, ο υπόκωφος θόρυβος του καταρράκτη έφτανε με αντίλαλο μέχρι τα αυτιά μας και μας έκανε να κρεμαστούμε, κυριολεκτικά, στο κενό προσπαθώντας να πάρουμε μια καλή φωτογραφία.
Τα άλλα δύο μέλη της παρέας αποφάσισαν να βγάλουν το σύρμα από την πόρτα και να δουν το εσωτερικό του ναού. Εγώ προχώρησα στο πίσω μέρος. Μου φάνηκε πως άκουσα φωνές, από το φαράγγι προφανώς αλλά η περιέργεια με οδήγησε να κατέβω τα βραχάκια και να βρω ένα μονοπάτι κρυμμένο ανάμεσα σε πέτρες, ρίζες και χόρτα. Από αριστερά γκρεμός, από δεξιά κατακόρυφος βράχος που απειλούσε να πέσει στο κεφάλι μου. Με άγνοια κινδύνου έφτασα, μετά από ένα δεκάλεπτο, σ’ ένα κτίσμα, σχεδόν ερείπιο, με μια καμπάνα κι ένα ξύλινο σταυρό. Στην μια πλευρά του ένα μισογκρεμισμένο τοιχίο κι ένα μπαλκονάκι κρεμόταν πάνω από το φαράγγι με θέα το βράχο όπου γλιστρούσε το νερό πριν πέσει από μεγάλο ύψος.
Στην άκρη μια φιγούρα, ένας παππούλης με γκρι ράσο, έμοιαζε να κοιτά το κενό και να προσεύχεται μεγαλόφωνα. Πλησίασα, περίμενα να τελειώσει και χαιρέτισα. Με χαιρέτισε κι αυτός χωρίς να γυρίσει το κεφάλι. Η φωνή του μου φάνηκε τόσο οικεία, ζεστή, ήρεμη.
«Ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε εδώ;»
«Ήρθα με την παρέα μου να δούμε τον καταρράκτη…»
«Να ξανάρθετε την Άνοιξη που θα έχει μπόλικο νερό… να πάρετε το μονοπάτι και να πάτε κάτω στη λιμνούλα… θα μπορέσετε να κάνετε και μπάνιο… Αλλά δε μου απάντησες, εσύ γιατί ήρθες εδώ;»
«Άκουσα μια φωνή και σκέφτηκα να κατέβω το βράχο. Ελπίζω να μην ενοχλώ. Μήπως χρειάζεσαι κάτι, θα ήταν χαρά μου αν μπορούσα να βοηθήσω.»
Σήκωσε το χέρι του και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Φτάνοντας δίπλα του, παρατήρησα την κοντή, κάτασπρη, απεριποίητη γενειάδα του και μια ουλή στο αριστερό του μάγουλο. Οσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να διακρίνω τα μάτια του…
Χαμηλώνοντας ακόμη περισσότερο τον τόνο της φωνής του… «Ισως να μπορώ εγώ να σε βοηθήσω… χρειάζεσαι κάτι από μένα;»
Θα μπορούσα να σκεφτώ πολλά πράγματα για να ξεκινήσω μια συζήτηση αλλά εκείνη τη στιγμή κόλλησε το μυαλό μου…
«Την ευχή σου μόνο…»
«Την ευχή μου; Τι να την κάνεις τη δική μου ευχή… Αν θέλεις μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή».
«Και η συμβουλή σου καλοδεχούμενη…»
«Σου αρέσει να κάνεις εξορμήσεις με το μικρό σου αυτοκινητάκι, να λοιπόν η συμβουλή μου. Φρόντισε τα ελαστικά και τα φρένα του να είναι πάντα σε καλή κατάσταση.»
Ήταν το μόνο που δεν περίμενα. Φαντάστηκα μας είδε να φτάνουμε με το crossάκι, αλλά μια τέτοια συμβουλή με έκανε μα χαμογελάσω. Προφανώς κατάλαβε την αντίδρασή μου κι έγειρε το κεφάλι του με απορία. Αισθάνθηκα αμήχανα…
«Να σου πω την αλήθεια, περίμενα να μου πεις να πηγαίνω στην εκκλησία, να προσεύχομαι, να τιμάω τη γυναίκα μου, να αγαπάω τα παιδιά μου, να βοηθάω τους φτωχούς… ξέρεις τέτοια πράγματα…»
«Μα για να τα κάνεις όλα αυτά πρέπει να είσαι ζωντανός… και για να μείνεις ζωντανός καλό θα ήταν να ακολουθήσεις τη συμβουλή μου… Τώρα είναι ώρα να πηγαίνεις η παρέα σου θα έχει αρχίσει να σε ψάχνει»
Σταύρωσε τα χέρια του και συνέχισε να μουρμουρίζει την προσευχή του.
Εφτασα πάνω, στο ναό… μόνο που δε με μάλωσαν, έλειπα γύρω στη μία ώρα, χωρίς να ξέρουν που ακριβώς είμαι. Είχαν προσπαθήσει να κατέβουν τα βράχια αλλά δε βρήκαν το μονοπάτι και υπέθεσαν πως δεν πήγα προς εκείνη την μεριά. Ευτυχώς γλύτωσα από την γκρίνια γιατί εκείνη την ώρα έφτασαν δυο αγροτόπαιδα που μας καλησπέρισαν και προθυμοποιήθηκαν να μας δώσουν πληροφορίες για τη Μονή των Ταξιαρχών που ιδρύθηκε το 1254 και είναι μετόχι της Μονής Αγίων Αναργύρων .
«Δυστυχώς εδώ και χρόνια είναι έρημη. Ερχόμαστε από το χωριό και καθαρίζουμε τα χόρτα, καθόμαστε πίνουμε καμιά μπυρίτσα και ξεχνιόμαστε… Φτιάξαμε και το σημανταριό, αλλά θέλει δουλειά ακόμη »
«Τι εννοείς, είναι έρημη»
«Ο τελευταίος μοναχός, μας άφησε χρόνους πριν από δέκα περίπου χρόνια.. θλιβερή ιστορία. Μπήκαν αρχαιοκάπηλοι στη Μονή και προσπάθησε να τους εμποδίσει… τον χτύπησαν άσχημα στο πρόσωπο… Όταν τον βρήκαν ήταν αργά. Από τότε δεν έχει έρθει κανένας μοναχός και το κτήριο όσο πάει και καταρρέει»
Πήγα να μιλήσω αλλά ένιωσα ένα κόμπο στο λαιμό… ήπια το καφεδάκι που είχαμε μαζί μας, έφαγα κι ένα κομμάτι τυρόπιτα… Το νερό συνέχισε να γεμίζει με βοή το φαράγγι αλλά εγώ για μια στιγμή άκουσα σαν κάποιος να ψέλνει… Σίγουρα ήταν η φαντασία μου, δεν φάνηκε να το ακούει κανείς άλλος.
Θα μπορούσα να σκεφτώ πολλά πράγματα για να ξεκινήσω μια συζήτηση αλλά εκείνη τη στιγμή κόλλησε το μυαλό μου…
«Την ευχή σου μόνο…»
«Την ευχή μου; Τι να την κάνεις τη δική μου ευχή… Αν θέλεις μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή».
«Και η συμβουλή σου καλοδεχούμενη…»
«Σου αρέσει να κάνεις εξορμήσεις με το μικρό σου αυτοκινητάκι, να λοιπόν η συμβουλή μου. Φρόντισε τα ελαστικά και τα φρένα του να είναι πάντα σε καλή κατάσταση.»
Ήταν το μόνο που δεν περίμενα. Φαντάστηκα μας είδε να φτάνουμε με το crossάκι, αλλά μια τέτοια συμβουλή με έκανε μα χαμογελάσω. Προφανώς κατάλαβε την αντίδρασή μου κι έγειρε το κεφάλι του με απορία. Αισθάνθηκα αμήχανα…
«Να σου πω την αλήθεια, περίμενα να μου πεις να πηγαίνω στην εκκλησία, να προσεύχομαι, να τιμάω τη γυναίκα μου, να αγαπάω τα παιδιά μου, να βοηθάω τους φτωχούς… ξέρεις τέτοια πράγματα…»
«Μα για να τα κάνεις όλα αυτά πρέπει να είσαι ζωντανός… και για να μείνεις ζωντανός καλό θα ήταν να ακολουθήσεις τη συμβουλή μου… Τώρα είναι ώρα να πηγαίνεις η παρέα σου θα έχει αρχίσει να σε ψάχνει»
Σταύρωσε τα χέρια του και συνέχισε να μουρμουρίζει την προσευχή του.
Εφτασα πάνω, στο ναό… μόνο που δε με μάλωσαν, έλειπα γύρω στη μία ώρα, χωρίς να ξέρουν που ακριβώς είμαι. Είχαν προσπαθήσει να κατέβουν τα βράχια αλλά δε βρήκαν το μονοπάτι και υπέθεσαν πως δεν πήγα προς εκείνη την μεριά. Ευτυχώς γλύτωσα από την γκρίνια γιατί εκείνη την ώρα έφτασαν δυο αγροτόπαιδα που μας καλησπέρισαν και προθυμοποιήθηκαν να μας δώσουν πληροφορίες για τη Μονή των Ταξιαρχών που ιδρύθηκε το 1254 και είναι μετόχι της Μονής Αγίων Αναργύρων .
«Δυστυχώς εδώ και χρόνια είναι έρημη. Ερχόμαστε από το χωριό και καθαρίζουμε τα χόρτα, καθόμαστε πίνουμε καμιά μπυρίτσα και ξεχνιόμαστε… Φτιάξαμε και το σημανταριό, αλλά θέλει δουλειά ακόμη »
«Τι εννοείς, είναι έρημη»
«Ο τελευταίος μοναχός, μας άφησε χρόνους πριν από δέκα περίπου χρόνια.. θλιβερή ιστορία. Μπήκαν αρχαιοκάπηλοι στη Μονή και προσπάθησε να τους εμποδίσει… τον χτύπησαν άσχημα στο πρόσωπο… Όταν τον βρήκαν ήταν αργά. Από τότε δεν έχει έρθει κανένας μοναχός και το κτήριο όσο πάει και καταρρέει»
Πήγα να μιλήσω αλλά ένιωσα ένα κόμπο στο λαιμό… ήπια το καφεδάκι που είχαμε μαζί μας, έφαγα κι ένα κομμάτι τυρόπιτα… Το νερό συνέχισε να γεμίζει με βοή το φαράγγι αλλά εγώ για μια στιγμή άκουσα σαν κάποιος να ψέλνει… Σίγουρα ήταν η φαντασία μου, δεν φάνηκε να το ακούει κανείς άλλος.